Πλησιάζοντας σε κάθε μονή, το πρώτο πράγμα που παρατηρούν οι επισκέπτες είναι ότι κτηριακά οι μονές μοιάζουν με μεγάλα κάστρα, σαν οχυρωμένες μεσαιωνικές πολιτείες. Ένα επιβλητικό και πανύψηλο τείχος ενισχυμένο κατά διαστήματα με πυργίσκους, πολεμίστρες, ζεματίστρες, καθώς και ένα μεγάλο και επιβλητικό πύργο στο υψηλότερο ή το πιο αδύνατο σημείο της μονής. Ο λόγος που υπαγόρευσε στους μοναχούς τέτοιου είδους κατασκευές, ήταν η ανάγκη που είχαν να αμυνθούν απέναντι στους πολλούς και διάφορους εχθρούς που επιχείρησαν να κατακτήσουν και να λεηλατήσουν το Όρος ανά τους αιώνες (πειρατές, Φράγκοι, Καταλανοί κ.α.). Στη μέση περίπου του τείχους βρίσκεται η μία και μοναδική είσοδος της μονής, με δύο πύλες σε μικρή απόσταση η μία από την άλλη. Οι πύλες κλείνουν με βαριές ξύλινες πόρτες επενδυμένες εσωτερικά με μακριές σιδερένιες λάμες και εξωτερικά με μεγάλες μεταλλικές πλάκες. Ανάμεσα στις δύο πύλες βρίσκεται ένα μικρό κελί όπου οι επισκέπτες συναντούν τον Πυλωρό. Δουλειά του Πυλωρού είναι να ασφαλίζει τις πόρτες μετά την δύση του ηλίου και να τις ανοίγει με την ανατολή. Ακόμη, ελέγχει τα διαμονητήρια των επισκεπτών και τους οδηγεί στο αρχονταρίκι.
Εκεί οι επισκέπτες συναντούν τον Αρχοντάρη, ο οποίος θα τους προσφέρει νερό, καφέ, τσίπουρο και λουκούμι. Αργότερα, και αφού οι επισκέπτες υπογράψουν στο βιβλίο των επισκεπτών, ο βοηθός του αρχοντάρη, ο παραρχοντάρης, τους οδηγεί στα δωμάτια τους για να ξεκουραστούν. Το απόγευμα (γύρω στις 16.00) οι επισκέπτες κατεβαίνουν στην μεγάλη αυλή όπου βρίσκεται το καθολικό. Είναι ο κεντρικός ναός της κάθε μονής και συνήθως η θέση του είναι στο κέντρο της αυλής. Δίπλα από αυτό είναι η φιάλη που χρησιμεύει για την τέλεση του αγιασμού των υδάτων.
Γύρω από τον ναό υπάρχουν άλλα παρεκκλήσια, διάφορα κτίρια, και πολλά δέντρα. Σε κάποιο σημείο στην αυλή και πάντα κοντά στο καθολικό υψώνονται οι πύργοι των κωδωνοστασίων, όπου κρέμονται ένα πλήθος από καμπάνες διαφόρων σχημάτων και μεγεθών. Μπαίνοντας στο καθολικό οι επισκέπτες για να παρακολουθήσουν τον Εσπερινό, παρατηρούν ότι σε όλα τα μέρη του ναού υπάρχει μία κλίμακα ανόδου και τελειώσεως, που ξεκινάει από τον έναν χώρο στον άλλο, από παρεκκλήσι σε παρεκκλήσι, από το τέμπλο, τις εικονογραφήσεις στους τοίχους και καταλήγει στον κυρίως ναό, στο Ιερό Βήμα, με αποκορύφωση του τεντώματος της ψυχής στον τρούλο, όπου ο Παντοκράτορας Χριστός εποπτεύει τον κόσμο. Αμέσως μετά τον Εσπερινό ακούγεται το σήμαντρο που ειδοποιεί τον κόσμο ότι πρέπει να πάει στην Τράπεζα γιατί ήρθε η ώρα για φαγητό. Η τράπεζα κατασκευασμένη για να χωράει πολλούς πιστούς, είναι ένα μεγάλο και ευρύχωρο κτίριο, συνήθως απέναντι από το καθολικό. Πρώτα στην αίθουσα μπαίνει ο Ηγούμενος, ακολουθούν οι υπόλοιποι μοναχοί και τέλος οι επισκέπτες. Γενικά η τροφή των αγιορειτών μοναχών είναι λιτή. Το κρέας λείπει εντελώς και συνήθως το δείπνο αποτελείται από όσπρια, ζυμαρικά, λαχανικά, ελιές, ορισμένες φορές λάδι, ψαρικά και φρούτα. Αξιόλογο είναι το παραδοσιακό ψωμί τους ενώ το κρασί τους που συνοδεύει κάθε γεύμα είναι θεσπέσιο.
Στην μέση περίπου της αριστερής πλευράς της τράπεζας υπάρχει ένα άμβωνας όπου ο Αναγνώστης διαβάζει διάφορα αναγνώσματα και κηρύγματα κατά την διάρκεια του φαγητού Με το πέρας της τράπεζας οι επισκέπτες επιστρέφουν στο καθολικό. Εκεί τους περιμένει ο Βηματάρης η οποίος βγάζει τα Άγια Λείψανα του αρχείου της μονής στο Ιερό Βήμα για να τα προσκυνήσει ο κόσμος. Από κει και πέρα η υπόλοιπη ημέρα είναι ελεύθερη. Αυτές είναι και οι σπουδαιότερες ίσως στιγμές όπου οι επισκέπτες τριγυρνούν στην αυλή, πηγαίνουν και ξεκουράζονται ή βρίσκουν κάποιους μοναχούς, συζητάνε μαζί τους, ακούνε τις απόψεις τους, οι μοναχοί με υπομονή και καλοσύνη προσφέρουν τις εμπειρίες και τις συμβουλές τους, και το κυριότερο δίνουν τις ευχές τους. Το πρωί (γύρω στις 04.00) οι επισκέπτες πηγαίνουν πάλι στο καθολικό για να παρακολουθήσουν τον όρθρο και τη Θεία Λειτουργία. Ακολουθεί η τράπεζα (γύρω στις 08.00) και κατόπιν οι επισκέπτες αποχωρούν από τη μονή και συνεχίζουν το ταξίδι τους.