• Αρχική

Τα ερημητήρια, αποτελούν την υπέρβαση του κτίσματος. Δημιουργούνται απο ασκητές- αναχωρητές, για να καλύψουν κατα την κρίση τους τις ελαχιστοποιημένες ανάγκες τους . Γίνονται σε δυσπρόσιτες ή απρόσιτες περιοχές, με την ευλογία κυρίαρχης μονής και του πνευματικού καθοδηγητή του μοναχού. Όλες οι Αγιορείτικες μορφές μοναχισμού που προαναφέρθηκαν, διαμορφώθηκαν σε μια διαδρομή μεγαλύτερη των χιλίων ετών . Η παράδοση αυτή αποτυπώθηκε, με φαινομενικά διαφορετικό τρόπο, αν κρίνει κανείς επιφανειακά τα κτιριολογικά και οργανωτικά τους χαρακτηριστικά. Αυτά ανεξάρτητα της τυπολογίας , της μορφολογίας και του τρόπου οργάνωσης της ζωής των μοναχών, αποτέλεσαν σημαντική συνιστώσα της Αγιορείτικης παράδοσης. Το κοινό όμως ποιοτικό στοιχείο της παράδοσης είναι η εσωτερική συνοχή των διαφορετικών τρόπων μοναχικής ζωής, που είναι συνάρτηση της ίδιας της πλούσιας εξελικτικής πορείας του Αθωνικού μοναχισμού μέχρι και τις μέρες μας.

Τα καθίσματα βρίσκονται σε κοντινή προς τη μονή θέση. Δεν έχουν αυτοτελή υπόσταση και παραχωρούνται σε αδελφούς της μονής χωρίς δικαίωμα διαδοχής.

Στα κελλιά, η παράδοση προσδιορίζει κατά κανόνα τριμελή την συνοδεία των μοναχών και επιτρέπει τρείς δόκιμους μοναχούς. Επικεφαλής είναι ο γέροντας, στον οποίο η κυρίαρχη μονή έχει παραχωρήσει το κελλί με ειδική διοικητική πράξη και με ανάλογο έγγραφο , που λέγεται ομόλογο. Το κελλί δίδεται ισόβια, μαζί με την αντίστοιχη εδαφική έκταση, έναντι αντιτίμου με δικαίωμα διαδοχής. Η διαδοχή προσδιορίζεται με εγγραφή στο ομόλογο ονομάτων τριών μοναχών. Μετά τον θάνατο του γέροντος, αναλαμβάνει επικεφαλής του Κελλιού ο δεύτερος κατά την τάξη , καταβάλλοντας στην Μονή το λεγόμενο τριμερίδιο.

Οι σκήτες είναι κοινότητες μοναχών, που ιδρύθηκαν ιστορικά στη ευρύτερη γεωγραφική περιοχή ορισμένων μονών μετά από άδεια της κυρίαρχης μονής, επικυρωμένη με Πατριαρχικό σιγίλλιο. Οι οκτώ , με κοινοτικό παραδοσιακό τρόπο οργάνωσης , αποτελούν οικισμό απο καλύβες με κέντρο θρησκευτικής και κοινωνικής ζωής των μοναχών το Κυριακό. Το Κυριακό συνοδεύεται από την τράπεζα, το αρχονταρίκι, τον ξενώνα, τη βιβλιοθήκη. Επικεφαλής των μοναχών της Σκήτης είναι Δικαίος που εκλέγεται από την σύναξη των Γερόντων. Έχει ετήσια θητεία, μαζί με αντίστοιχη επιτροπή δύο συμβούλων. Αντίθετα οι τέσσερεις σκήτες νεώτερου τύπου που ανεγέρθηκαν το 19ο αιώνα με μορφή μοναστηριακού συγκροτήματος , είναι κοινοβιακές. Ο Δικαίος είναι ισόβιος και η κτιριακή τους οργάνωση έχει για πρότυπο τις μεγάλες μονές.

Στην νοτιοδυτική πτέρυγα του οικοδομήματος της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα κοντά στις Καρυές λειτουργεί σήμερα η Αθωνιάδα Σχολή. Η σχολή αυτή είχε εγκαινιασθεί το 1749 με πρωτοβουλία του Πατριάρχη Κυρίλλου του Ε. Αρχικά στεγάστηκε σε ειδικά ανεγερμένο συγκρότημα πάνω σε λόφο κοντά στην Μονή Βατοπεδίου. Περιελάμβανε 170 δωμάτια Τράπεζα, Παρεκκλήσιο, βιβλιοθήκη και αίθουσες διδασκαλίας. Είχε την μορφή ανώτατης ακαδημίας σύμφωνα με ανάλογο Πατριαρχικό Σιγίλλιο. Εκεί δίδαξαν ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός και ο Αθανάσιος ο Πάριος. Έπαυσε να λειτουργεί το 1809. Επανειτούργησε στο συγκρότημα της Σκήτης Αγίου Ανδρέα σαν εκκλησιαστική σχολή και οικοτροφείο το 1930.
Αθωνιάδα Εκκλησιαστική Ακαδημία:
τηλ. 23770-23200 fax 23770-23341

Η Δάφνη αποτελεί το επίνειο των Καρυών. Στην αρχαιότητα υπήρξε ιερό του Δαφναίου Απόλλωνα. Περί το 1044 υπήρχε εκεί η Μονή Δοχειαρίου η οποία ερημώθηκε από πειρατικές επιδρομές, οπότε και μεταφέρθηκε στην σημερινή θέση. Σε όλη την ιστορική διαδρομή του Αγίου Όρους μέχρι σήμερα υπήρξε βασικό σημείο αναφοράς στις μετακινήσεις προσκυνητών και μοναχών. Από τη Δάφνη ξεκινά το μοναδικό λεωφορείο του Αγίου Όρους για την διαδρομή προς Καρυές και για τον όρμο της Ιβήρων. Το μικρό οικισμό της απαρτίζουν κτίρια δημόσιου χαρακτήρα για την εξυπηρέτηση των προσκυνητών όπως λιμεναρχείο, τελωνείο, ταχυδρομείο, αστυνομία και άλλα όπως εστιατόριο, ξενοδοχείο, παντοπωλεία στα οποία πωλούνται εκκλησιαστικά είδη και ενθύμια του Αγίου Όρους καθώς αποθήκες και εργατόσπιτα. Τα κτίρια της Δάφνης είναι τα περισσότερα του 19ου αιώνα, την περίοδο κατά την οποία υπήρξε μεγάλη κίνηση πλοίων κυρίως από την Ρωσία. Πρόσφατα λόγω των αυξημένων αναγκών έγινε διαπλάτυνση της παλαιάς και δημιουργία δεύτερης προβλήτας. Το μεγαλύτερο τμήμα της ανήκει στη εδαφική έκταση της Ξηροποτάμου και το νοτιότερο στην Σίμωνος Πέτρας. Σύνορο των μονών είναι ένα φυσικό κανάλι όπου κατέληγαν οι ορεινοί χείμαρροι. Οι όμορφες καταπράσινες πλαγιές που αρχίζουν από τον όρμο της , σε συνδυασμό με τα χρώματα της θάλασσας δημιουργούν ένα ιδιαίτερα γαλήνιο τοπίο, που διαταράσσεται μόνο κατά την διάρκεια της αποβίβασης προσκυνητών και εμπορευμάτων.

Ο ναός του Πρωτάτου, είναι ο αρχαιότερος όλων των Καθολικών του Αγίου Όρους και είναι αφιερωμένος στη Κοίμηση της Θεοτόκου. Ανεγέρθηκε πιθανόν στο Α΄ μισό του 10ου αιώνα, ανακαινίστηκε στα χρόνια του Ανδρόνικου Παλαιολόγου, ενώ το1955 έγιναν εργασίες αποκατάστασης και ανάδειξης με την δημιουργία πλατείας στη θέση όμορων στο Πρωτάτο κελιών. Διαφέροντας από τα Καθολικά του Αγίου Όρους, είναι τρίκλιτη βασιλική, με υπερυψωμένο το μεσαίο της κλίτος, που επιτρέπει την περιμετρική τρίτη σειρά ανοιγμάτων. Η σημερινή μορφή συνδυάζει τον τύπο της βασιλικής ως προς την στέγη, με την σταυρόσχημη κάτοψη. Εσωτερικά έχει την ιδιαιτερότητα, ότι τέσσερις πεσσοί χωρίζουν τον σταυροειδή ναό σε κεντρικό και σε γωνιαία διαμερίσματα. Απεικονίζονται θαυμάσιες τοιχογραφίες του 14ου αιώνα, έργα του Μανουήλ Πανσέληνου, βασικότερου εκπροσώπου της Μακεδονικής σχολής, αναστηλωμένο μαρμάρινο τέμπλο του, αποτελεί έκφραση των παλαιών Βυζαντινών τέμπλων. Μέσα στο Ιερό βήμα φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας "Αξιον Εστί" που σύμφωνα με την παράδοση χρονολογείται στο 10ο αιώνα και αποτελεί σύμβολο του Αγίου Όρους Έχει δύο νάρθηκες αρχών 16ου αιώνα, ο ένας στην δυτική πλευρά που έχει μορφή στοάς και ο άλλος στη βορεινή, όπου υπάρχει κενοτάφιο για τους σφαγιασθέντες μοναχούς από Καταλανούς πειρατές τον 14ου αιώνα. Το κωδωνοστάσιό του είναι κτισμένο 1534, από τον Πρώτο Σεραφείμ και επισκευάσθηκε μεταγενέστερα. Στο πύργο του Πρωτάτου βρίσκεται η βιβλιοθήκη με 117 χειρόγραφα, από τα οποία 47 περγαμηνά. Στο αρχειοφυλάκιο φυλάσσεται το Α΄τυπικό του Αγίου Όρους, του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιωάννη Τσιμισκή που επονομάζεται "Τράγος", γιατί είναι γραμμένο σε δέρμα τράγου και αποτελεί το ιστορικότερο κείμενο του Αγίου Όρους.

Στο μέσο περίπου της Αθωνικής Χερσονήσου και στη βόρεια πλευρά της βρίσκονται οι Καρυές, το αμφικτυονικό κέντρο της μοναστικής πολιτείας. Ο οικισμός αυτός βρίσκεται κτισμένος μέσα σε περιβάλλον έντονης βλάστησης. Σημείο αναφοράς του ο ναός του Πρωτάτου, 10ου αιώνα, με την εικόνα του ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ και τις τοιχογραφίες του Πανσέληνου, τον Πύργο του, το κτίριο της Ιεράς Κοινότητας, δέκα εννέα κονάκια (αντιπροσωπεία) μοναστηριών εκτός της κοντινής στις Καρυές μονής Κουτλουμουσίου. Επίσης υπάρχουν εδώ το κτίριο της Διοίκησης του Αγίου Όρους που υπάγεται στο Υπουργείο Εξωτερικών, (http://www.mfa.gr/ ) της Αστυνομίας, Ιατρείο, ταχυδρομείο και τηλεγραφείο, ραφείο, βιβλιοπωλείο, παντοπωλεία, διάφορα καταστήματα και εργαστήρια. Στις Καρυές και στην ευρύτερή της περιοχή υπάρχουν περισσότερα απo πενήντα Κελλιά, πολλά από τα οποία έχουν ιδιαίτερη ιστορική σημασία όπως του Ραβδούχου, πρώην μονύδριο του 10ου αιώνα και του Φουρνά. Οι Καρυές ιδρύθηκαν τον 9ο αιώνα, όταν οι μοναχοί πολλοί μοναχοί μετακινήθηκαν προς την περιοχή της σχηματίζοντας την Λαύρα των Καρυών. Η Λαύρα των Καρυών αναγνωρίστηκε ως πρώτη από όλα τα τότε μοναστικά ιδρύματα, και ο επικεφαλής της ονομάστηκε Πρώτος του Αγίου Όρους. Κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, λόγω συνθηκών, μεταβιβάστηκαν οι περισσότερες εκτάσεις και εξαρτήματα της Λαύρας των Καρυών και του Πρώτου, σε μονές του Αγίου Όρους. Σήμερα συνέχεια των τότε θεσμών, είναι η Ιερά Κοινότητα και η Ιερά Επιστασία με επικεφαλής τον Πρωτοεπιστάτη. Οι μοναχοί που την απαρτίζουν την Ιερά Κοινότητα -αντιπρόσωποι των είκοσι Ιερών Μονών - διαμένουν στις Καρυές.

ΜΟΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Κοντά στη Μονή Διονυσίου, δυτικά του Άθω, και σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα, μέσα σε μία εντυπωσιακή χαράδρα που σχηματίζουν τα γειτονικά ψηλά βουνά, βρίσκεται η Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου. Η παράδοση θέλει την ίδρυση της Μονής στα τέλη του 10ου αιώνα, από τον Παύλο Ξηροποταμινό, τον πνευματικό άνδρα και ερημίτη, σύγχρονο του Οσίου Αθανασίου του Αθωνίτη και ιδρυτή και της Μονής Ξηροποτάμου. Είναι πιθανό, ο Όσιος Παύλος ν’ αποσύρθηκε από τη Μονή Ξηροποτάμου σε κάποιο μικρό κελί της περιοχής, που σταδιακά εξελίχθηκε στη Μονή Αγίου Παύλου. Η Μονή θα ακολουθήσει τη δική της πορεία και ύστερα από δύο αιώνες από την ίδρυσή της, πιθανότατα λόγω της ερήμωσής της, θα υποβιβασθεί σε κελί, χάνοντας τον τίτλο της κυρίαρχης Μονής. Το 1370, θα παραχωρηθεί σε δύο Σέρβους μοναχούς, τον Γεράσιμο και τον Αντώνιο, που με σκληρή δουλειά θα την επαναφέρουν στην αρχική κυρίαρχη θέση της. Από τότε και μέχρι την περίοδο της τουρκοκρατίας η Μονή θα ενισχυθεί από Βυζαντινούς Αυτοκράτορες και Δεσπότες, καθώς και Σέρβους ηγεμόνες. Μεταξύ των ευεργετών της θα καταγραφεί και η Χριστιανή Πριγκίπισσα Μάρα, κόρη του Βράνκοβιτς, σύζυγος του Οθωμανού Σουλτάνου Μουράτ Β΄ και μητέρα του μελλοντικού πορθητή της Κωνσταντινούπολης, Μωάμεθ Β΄. Η Μάρα, που κράτησε, παρά το γάμο της, τη χριστιανική της πίστη, θα δωρίσει στη Μονή χρήματα και μετόχια και αργότερα, μετά την άλωση της Πόλης, θα προσφέρει στην Αγίου Παύλου, τα δώρα των τριών μάγων, ιερό κειμήλιο και τουρκικό λάφυρο της άλωσης. Η ιστορία της Μονής θα είναι παράλληλη με αυτή των υπολοίπων Μονών του Άθω. Οι σκληρές δοκιμασίες από ληστρικές επιδρομές, η βαριά φορολογία από τους Τούρκους κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, αλλά και καταστροφές από πυρκαγιές και πλημμύρες, θα τη φέρουν σε δεινή οικονομική κατάσταση. Συμπαραστάτες στην προσπάθεια της Μονής να επιβιώσει θα είναι ηγεμόνες και πιστοί από τις παραδουνάβιες χώρες και τον ευρύτερο χώρο του ελληνισμού, που θα την ενισχύσουν οικονομικά και θα την βοηθήσουν να διευρύνει τις κτιριακές της εγκαταστάσεις. Η βιβλιοθήκη της Μονής περιλαμβάνει 508 χειρόγραφα, 14.000 έντυπα και αρκετά χρυσόβουλλα, μολυβδόβουλλα και πατριαρχικά σιγίλλια. Μεταξύ των πολλών κειμηλίων της, συγκαταλέγονται Τίμιο Ξύλο, μέρος από τα δώρα των Μάγων και εικόνες, μεγάλης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας. Το Καθολικό της τιμάται στο όνομα της Υπαπαντής και εορτάζει στις 2 Φεβρουαρίου.

ΜΟΝΗ ΔΕΚΑΤΗ ΤΡΙΤΗ
Στη νοτιοδυτική ακτή του Όρους, λίγο μετά το λιμάνι της Δάφνης, σ’ έναν πελώριο βράχο 300 μέτρα πάνω από τη θάλασσα, στέκεται το επταόροφο μοναστήρι της Σιμωνόπετρας, το πιο τολμηρό οικοδόμημα του Αγίου Όρους. Ιδρυτής της είναι ο Όσιος Σίμων, που μόνασε στο Όρος τον 13ο αιώνα και έδωσε αρχικά στο μοναστήρι το όνομα «Νέα Βηθλεέμ». Κύριος ευεργέτης της Μονής υπήρξε ο Σέρβος ηγεμόνας Ιωάννης Ουγγλέσης, που το 1362 μ.Χ., με σημαντική του δωρεά, θα βοηθήσει στην αποπεράτωσή της. Η Μονή θα δοκιμασθεί σκληρά από πυρκαγιές στα 1580 και 1622, με αποτέλεσμα να φτάσει σε πλήρη ερήμωση στις αρχές του 17ου αιώνα. Στα 1762 στην έρημη Μονή θα μονάσει για λίγο ο Ρώσος μοναχός Παϊσιος Βελιτσκόφσκυ, που με άλλους μοναχούς θα προσπαθήσει ν’ αναβιώσει το μοναστήρι. Η παραμονή του Παϊσιου θα είναι μικρή, αλλά το έργο του θα συνεχίσει ο μοναχός Ιωάσαφ από τη Μυτιλήνη. Η Σιμωνόπετρα, μετά την ιδιορρυθμία, στην οποία είχε περιέλθει, γίνεται πάλι κοινόβια στα 1801, αλλά μετά από τα δύσκολα χρόνια της τουρκικής κατοχής του Αγίου Όρους, από το 1821 έως το 1830, γνωρίζει την ολοκληρωτική καταστροφή από φοβερή πυρκαγιά το Μάιο του 1891. Οικονομική βοήθεια από τη Ρωσία θα επιτρέψει την ανέγερση του μοναστηρίου και του Καθολικού του και, παρά τις συχνές καταστροφές της, η Σιμωνόπετρα περνά μία νέα πνευματική άνθηση μετά την εγκατάσταση νέων μοναχών από τα Μετέωρα. Η αρχιτεκτονική διάταξη των κτιρίων της Μονής, λόγω του περιορισμένου της χώρου, διαφέρει από τα υπόλοιπα μοναστήρια του Όρους. Το Καθολικό της Μονής είναι αφιερωμένο στη Γέννηση του Χριστού. Μεταξύ των κειμηλίων της Μονής συγκαταλέγονται Τίμιο Ξύλο, άμφια, σταυροί, εγκόλπια, εικόνες και πολλά λείψανα Αγίων, όπως το αριστερό χέρι της Αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, το πόδι του Αγίου Διονυσίου και η κάρα του Αγίου Μάρτυρα Σεργίου, που φέρει και μία μικρή ουλή προερχόμενη από κτύπημα που έγινε σ’ αυτόν κατά την διάρκεια του μαρτυρίου του.